Η διδασκαλία του Καρλ Μαρξ για το καπιταλιστικό κέρδος αποτελεί συνέχεια και παρα-πέρα ανάπτυξη της θεωρίας του για την αξία και την υπεραξία. To κέρδος είναι μια από
τις συγκεκριμένες μορφές εμφάνισης της υπεραξίας.
O Κ. Μαρξ απέδειξε, επιστημονικά, ότι η αξία του εμπορεύματος αποτελείται από
το σταθερό κεφάλαιο (σ), το μεταβλητό κεφάλαιο (μ) και από την υπεραξία (υ). Συνεπώς, η αξία του εμπορεύματος μπορεί να εκφραστεί με τον τύπο: (σ+μ+υ), όπου το
"σ" από μόνο του είναι παρωχημένη εργασία, που μεταφέρθηκε στο έτοιμο προϊόν, το
(μ+υ) είναι η νεοδημιουργημένη αξία από την εργασία των εργατών στο δοσμένο προτσές παραγωγής.
Ξεκινώντας από τη διαφορά ανάμεσα σε αυτά τα δυο στοιχεία, διαπιστώνει ότι η αξία
των καταναλωμένων μέσων παραγωγής και της εργατικής δύναμης αποτελεί τα λεγό-
μενα καπιταλιστικά έξοδα παραγωγής.
Τα καπιταλιστικά έξοδα παραγωγής και η αξία του εμπορεύματος είναι δυο διαφορετι-
κά πράγματα. Κάνοντας τη διάκριση μεταξύ αυτών των δύο μεγεθών, ο Κ. Μαρξ γράφει :
"Το πόσο κοστίζει το εμπόρευμα στον κεφαλαιοκράτη, μετριέται με τη δαπάνη σε κεφά-
λαιο, ενώ το πόσο κοστίζει πραγματικά το εμπόρευμα μετριέται με τη δαπάνη εργασίας".
(Κ. Μαρξ, "Το Κεφάλαιο", τόμος 3, σελ. 43).
Σύμφωνα με τον Κ. Μαρξ, πηγή της υπεραξίας είναι μόνο το μεταβλητό κεφάλαιο. 'Ομως, επειδή στα καπιταλιστικά έξοδα παραγωγής δε φαίνεται η διαφορά ανάμεσα στο σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο, η υπεραξία παρουσιάζεται με αλλοιωμένη μορφή, σαν γέννημα ολόκληρου του προκαταβλημένου κεφαλαίου.
Με τον τρόπο αυτό στην επιφάνεια της καπιταλιστικής κοινωνίας συντελείται η μετατρο-
πή της υπεραξίας σε κέρδος.
"Επομένως, το κέρδος, όπως το συναντάμε για πρώτη φορά εδώ, είναι το ίδιο πράγμα με
την υπεραξία, με απατηλή όμως μορφή, που προκύπτει ωστόσο με αναγκαιότητα από τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής". (Κ. Μαρξ, "Το Κεφάλαιο", τόμος 3, σελ. 55).
Ο φετιχικός χαρακτήρας του καπιταλιστικού κέρδους προκύπτει και από το γεγονός ότι
η αρχική μορφή με την οποία συναντώνται το κεφάλαιο και η μισθωτή εργασία στην αγο-
ρά εργασίας, μεταμφιέζεται και η ίδια η υπεραξία δεν εμφανίζεται σαν προϊόν της ιδιο-ποιημένης απλήρωτης μισθωτής εργασίας, αλλά σαν περίσσευμα της τιμής πούλησης του εμπορεύματος, πάνω από την τιμή κόστους του. Γι' αυτό η τιμή κόστους του εμπορεύματος στην προκειμένη περίπτωση παρουσιάζεται εύκολα σαν να είναι η πραγματική του αξία, έτσι, που "... το κέρδος παρουσιάζεται σαν περίσσευμα της τιμής πούλησης των εμπορευ-μάτων πάνω από την ενυπάρχουσα σε αυτά αξία". (Κ. Μαρξ, "Το Κεφάλαιο" τόμος 3, σελ.64).
Δημιουργείται η εντύπωση ότι, το καπιταλιστικό κέρδος είναι γέννημα της ίδιας της πού-λησης του εμπορεύματος. Στην πραγματικότητα όμως, η αυτοαύξηση της προκαταβλημέ-
νης αξίας (του κεφαλαίου) μπορεί και πραγματοποιείται μόνο στη σφαίρα της υλικής παραγωγής, όπου το "νεογνό" που λέγεται καπιταλιστικό κέρδος, είναι "ώριμο τέκνο" της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης από το μονοπωλιακό κεφάλαιο. Δηλαδή, η υπεραξία γεννιέται στη σφαίρα της παραγωγής και εκδηλώνεται στη σφαίρα της κυκλοφορίας.
Και ενώ η μετατροπή της υπεραξίας στο κέρδος πραγματοποιείται σε απόλυτη αντιστοι-
χία με τους νόμους της καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής, "ωστόσο, το κέρδος είναι μια παραλλαγμένη μορφή της υπεραξίας, μια μορφή με την οποία συγκαλύπτεται
και σβήνεται η καταγωγή της και το μυστικό της ύπαρξής της". (Κ. Μαρξ, "Το Κεφάλαιο", τόμος 3, σελ.68).
Το γεγονός ότι σε συνθήκες ύπαρξης μιας αυθόρμητης συγκυρίας της αγοράς, ένας καπι-ταλιστής μπορεί να πουλήσει το εμπόρευμά του πάνω ή κάτω από την αξία του, δε σημαί-
νει με κανέναν τρόπο, ότι η υπεραξία και το καπιταλιστικό κέρδος δε δημιουργούνται στη σφαίρα της παραγωγής. Εδώ ισχύει η αρχή, "όπου υπάρχει ισότητα δεν υπάρχει κέρδος". Για παράδειγμα, αν υποθέσουμε ότι οι καπιταλιστές κατορθώνουν να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους πάνω από την αξία τους κατά 10%, τότε όταν θα γίνουν οι ίδιοι αγο-ραστές θα πρέπει να πληρώσουν επιπλέον αυτό το 10% στους πουλητές. Με αυτό τον τρό-
πο, ό,τι θα κερδίσουν σαν πουλητές των εμπορευμάτων τους, θα το χάνουν σαν αγοραστές. Όσο και αν στριφογυρίζει κανείς, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Και όταν τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται ισοδύναμα και όταν ανταλλάσσονται μη ισοδύναμα πάλι δε γεννιέται υπεραξία και κέρδος. Δεν μπορεί συνολικά η αστική τάξη μιας χώρας να κερδίζει σε βάρος του εαυτού της.
Συνεπώς στη σφαίρα της κυκλοφορίας δεν μπορεί και δε γίνεται καμία αύξηση της αξίας των εμπορευμάτων.
Άρα, όπως η υπεραξία, έτσι και το καπιταλιστικό κέρδος, έχουν μόνο μια και μοναδική πηγή της ύπαρξής τους: Την εκμετάλλευση της ξένης απλήρωτης μισ-θωτής εργασίας της εργατικής τάξης από το σύνολο της τάξης των καπιταλιστών.
*Από άρθρο του Γιώργου Πολυμερίδη στον Ριζοσπάστη της Κυριακής 10 Μάη 1998
τις συγκεκριμένες μορφές εμφάνισης της υπεραξίας.
O Κ. Μαρξ απέδειξε, επιστημονικά, ότι η αξία του εμπορεύματος αποτελείται από
το σταθερό κεφάλαιο (σ), το μεταβλητό κεφάλαιο (μ) και από την υπεραξία (υ). Συνεπώς, η αξία του εμπορεύματος μπορεί να εκφραστεί με τον τύπο: (σ+μ+υ), όπου το
"σ" από μόνο του είναι παρωχημένη εργασία, που μεταφέρθηκε στο έτοιμο προϊόν, το
(μ+υ) είναι η νεοδημιουργημένη αξία από την εργασία των εργατών στο δοσμένο προτσές παραγωγής.
Ξεκινώντας από τη διαφορά ανάμεσα σε αυτά τα δυο στοιχεία, διαπιστώνει ότι η αξία
των καταναλωμένων μέσων παραγωγής και της εργατικής δύναμης αποτελεί τα λεγό-
μενα καπιταλιστικά έξοδα παραγωγής.
Τα καπιταλιστικά έξοδα παραγωγής και η αξία του εμπορεύματος είναι δυο διαφορετι-
κά πράγματα. Κάνοντας τη διάκριση μεταξύ αυτών των δύο μεγεθών, ο Κ. Μαρξ γράφει :
"Το πόσο κοστίζει το εμπόρευμα στον κεφαλαιοκράτη, μετριέται με τη δαπάνη σε κεφά-
λαιο, ενώ το πόσο κοστίζει πραγματικά το εμπόρευμα μετριέται με τη δαπάνη εργασίας".
(Κ. Μαρξ, "Το Κεφάλαιο", τόμος 3, σελ. 43).
Σύμφωνα με τον Κ. Μαρξ, πηγή της υπεραξίας είναι μόνο το μεταβλητό κεφάλαιο. 'Ομως, επειδή στα καπιταλιστικά έξοδα παραγωγής δε φαίνεται η διαφορά ανάμεσα στο σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο, η υπεραξία παρουσιάζεται με αλλοιωμένη μορφή, σαν γέννημα ολόκληρου του προκαταβλημένου κεφαλαίου.
Με τον τρόπο αυτό στην επιφάνεια της καπιταλιστικής κοινωνίας συντελείται η μετατρο-
πή της υπεραξίας σε κέρδος.
"Επομένως, το κέρδος, όπως το συναντάμε για πρώτη φορά εδώ, είναι το ίδιο πράγμα με
την υπεραξία, με απατηλή όμως μορφή, που προκύπτει ωστόσο με αναγκαιότητα από τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής". (Κ. Μαρξ, "Το Κεφάλαιο", τόμος 3, σελ. 55).
Ο φετιχικός χαρακτήρας του καπιταλιστικού κέρδους προκύπτει και από το γεγονός ότι
η αρχική μορφή με την οποία συναντώνται το κεφάλαιο και η μισθωτή εργασία στην αγο-
ρά εργασίας, μεταμφιέζεται και η ίδια η υπεραξία δεν εμφανίζεται σαν προϊόν της ιδιο-ποιημένης απλήρωτης μισθωτής εργασίας, αλλά σαν περίσσευμα της τιμής πούλησης του εμπορεύματος, πάνω από την τιμή κόστους του. Γι' αυτό η τιμή κόστους του εμπορεύματος στην προκειμένη περίπτωση παρουσιάζεται εύκολα σαν να είναι η πραγματική του αξία, έτσι, που "... το κέρδος παρουσιάζεται σαν περίσσευμα της τιμής πούλησης των εμπορευ-μάτων πάνω από την ενυπάρχουσα σε αυτά αξία". (Κ. Μαρξ, "Το Κεφάλαιο" τόμος 3, σελ.64).
Δημιουργείται η εντύπωση ότι, το καπιταλιστικό κέρδος είναι γέννημα της ίδιας της πού-λησης του εμπορεύματος. Στην πραγματικότητα όμως, η αυτοαύξηση της προκαταβλημέ-
νης αξίας (του κεφαλαίου) μπορεί και πραγματοποιείται μόνο στη σφαίρα της υλικής παραγωγής, όπου το "νεογνό" που λέγεται καπιταλιστικό κέρδος, είναι "ώριμο τέκνο" της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης από το μονοπωλιακό κεφάλαιο. Δηλαδή, η υπεραξία γεννιέται στη σφαίρα της παραγωγής και εκδηλώνεται στη σφαίρα της κυκλοφορίας.
Και ενώ η μετατροπή της υπεραξίας στο κέρδος πραγματοποιείται σε απόλυτη αντιστοι-
χία με τους νόμους της καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής, "ωστόσο, το κέρδος είναι μια παραλλαγμένη μορφή της υπεραξίας, μια μορφή με την οποία συγκαλύπτεται
και σβήνεται η καταγωγή της και το μυστικό της ύπαρξής της". (Κ. Μαρξ, "Το Κεφάλαιο", τόμος 3, σελ.68).
Το γεγονός ότι σε συνθήκες ύπαρξης μιας αυθόρμητης συγκυρίας της αγοράς, ένας καπι-ταλιστής μπορεί να πουλήσει το εμπόρευμά του πάνω ή κάτω από την αξία του, δε σημαί-
νει με κανέναν τρόπο, ότι η υπεραξία και το καπιταλιστικό κέρδος δε δημιουργούνται στη σφαίρα της παραγωγής. Εδώ ισχύει η αρχή, "όπου υπάρχει ισότητα δεν υπάρχει κέρδος". Για παράδειγμα, αν υποθέσουμε ότι οι καπιταλιστές κατορθώνουν να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους πάνω από την αξία τους κατά 10%, τότε όταν θα γίνουν οι ίδιοι αγο-ραστές θα πρέπει να πληρώσουν επιπλέον αυτό το 10% στους πουλητές. Με αυτό τον τρό-
πο, ό,τι θα κερδίσουν σαν πουλητές των εμπορευμάτων τους, θα το χάνουν σαν αγοραστές. Όσο και αν στριφογυρίζει κανείς, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Και όταν τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται ισοδύναμα και όταν ανταλλάσσονται μη ισοδύναμα πάλι δε γεννιέται υπεραξία και κέρδος. Δεν μπορεί συνολικά η αστική τάξη μιας χώρας να κερδίζει σε βάρος του εαυτού της.
Συνεπώς στη σφαίρα της κυκλοφορίας δεν μπορεί και δε γίνεται καμία αύξηση της αξίας των εμπορευμάτων.
Άρα, όπως η υπεραξία, έτσι και το καπιταλιστικό κέρδος, έχουν μόνο μια και μοναδική πηγή της ύπαρξής τους: Την εκμετάλλευση της ξένης απλήρωτης μισ-θωτής εργασίας της εργατικής τάξης από το σύνολο της τάξης των καπιταλιστών.
*Από άρθρο του Γιώργου Πολυμερίδη στον Ριζοσπάστη της Κυριακής 10 Μάη 1998
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου